- μείλια
- μείλιαsoothing thingsneut nom/voc/acc plμείλιονneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μείλια — μείλια, τὰ (Α) 1. (για δώρα ή παιχνίδια) αυτά που προξενούν ευχαρίστηση στους ανθρώπους 2. προίκα («ἐγὼ δ ἐπὶ μείλια δώσω πολλὰ μάλ , ὅσο οὔ πώ τις ἐῇ ἐπέδωκε θυγατρί», Ομ. Ιλ.) 3. πολύτιμα αντικείμενα, κειμήλια 4. αφιερώματα που προσφέρονται από … Dictionary of Greek
смило — приданое , только русск. цслав. смило, наряду со смѣино, смѣина – то же (Срезн. III, 443, 450). Сравнивают с греч. μείλιον, обычно мн. μείλια отрадные дары, приданое, украшения ; см. Прельвиц 286. Миклошич (Мi. ЕW 311) считает неясным … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
NUPTIAE — a nubendo, quod nova Nupta seu Sponsa flammeô obnupta seu obvelata ad Sponsum olim deducebatur, Alias Matrimonium, Coniugium etc. erat viri et mulieris coniunctio legitima, vitae societatem continens, Ioh. Rosin. Antiqq. Rom. l. 9. c. 3. Quod… … Hofmann J. Lexicon universale
επιμειλίσσω — ἐπιμειλίσσω (Α) 1. δίνω, προσφέρω δώρα 2. μέσ. ἐπιμειλίσσομαι καταπραΰνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μειλίσσω «καταπραΰνω» (< μείλια «δώρα προς εξευμενισμό»)] … Dictionary of Greek
μείλιον — μείλιον, τὸ (Α) βλ. μείλια … Dictionary of Greek
μείλιχος — και αιολ. τ. μέλλιχος, ον (Α) 1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ. β. «ἔκ δ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.) 2. επίθετο τής Λητούς, τού Ύπνου και τής … Dictionary of Greek